φλόγωμα

φλόγωμα
το, -ατος
κάθε τοπική φλόγωση που φαίνεται στο σώμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φλόγωμα — ώματος, το, ΝΑ [φλογῶ / ώνω] νεοελλ. ερεθισμός που συνοδεύεται από ερύθημα, φλόγωση αρχ. (κατά τον Ησύχ.) η σκληρή εξωτερική επιφάνεια ψημένου ψωμιού, κόρα (II) …   Dictionary of Greek

  • φλογώματα — φλόγωμα that which is overbaked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”